Ο/Η Διαμήκης, το Διάμηκες = παράλληλος ως προς έναν κατά μήκος νοητό άξονα
πτώση | ενικός | ||
---|---|---|---|
ονομαστική | διαμήκης | διαμήκης | διάμηκες |
γενική | διαμήκους | διαμήκους | διαμήκους |
αιτιατική | διαμήκη | διαμήκη | διάμηκες |
κλητική | διαμήκη(ς) | διαμήκης | διάμηκες |
πτώση | πληθυντικός | ||
ονομαστική | διαμήκεις | διαμήκεις | διαμήκη |
γενική | διαμήκων | διαμήκων | διαμήκων |
αιτιατική | διαμήκεις | διαμήκεις | διαμήκη |
κλητική | διαμήκεις | διαμήκεις | διαμήκη |